πλύνονται

πλύνονται
πλύ̱νονται , πλύνω
Acut. (Sp.)
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποτηροπλύτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. κάθε μέσο με το οποίο πλύνονται ποτήρια 2. βοτ. το φυτό ελξίνη αρχ. αγγείο, σκεύος μέσα στο οποίο έπλυναν ποτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήρι(ον) + πλύτης (< πλύνω)] …   Dictionary of Greek

  • σκάφη — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”